κατάκρυος — α, ο καταπαγωμένος, ο πολύ κρύος: Η μπίρα αυτή είναι κατάκρυα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολόκρυος — και ολόκρυγιος, α, ο πάρα πολύ κρύος, κατάκρυος, παγωμένος … Dictionary of Greek